γεύεται

γεύεται
γεύω
give a taste
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Kernos — Pour les articles homonymes, voir Kernos (revue). Kernos en terre cuite, de la période du Cycladique Ancien III Cycladique Moyen II (v. 2000 av. J. C.), découvert dans une tombe à Mélo …   Wikipédia en Français

  • Kernos — de terracota, del periodo Cicládico Antiguo III Cicládico Medio II (h. 2000 a. C.), descubierto en una tumba de Milo y conservado en el Museo del Louvre (Sèvres 3552). En la cerámica griega, un kernos (en griego antiguo κέρνος o κέρχνος …   Wikipedia Español

  • άγευστος — η, ο (Α ἄγευστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει γεύση 2. αυτός που δεν έχει ωραία γεύση, ανούσιος, άνοστος 3. αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε κάτι, άπειρος, ανίδεος αρχ. 1. αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε κάτι 2. νηστικός 3. αυτός που δεν …   Dictionary of Greek

  • γένεσις — Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που αρχίζει με τη διήγηση της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν με μόνο τον λόγο του Θεού, ώστε ο άνθρωπος, που κατέχει μέσα σε αυτόν μοναδική θέση, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • γεύστης — γεύστης, ο (Α) [γεύομαι] αυτός που γεύεται ή δοκιμάζει κάτι, ο δοκιμαστής …   Dictionary of Greek

  • δαιτυμών — ( όνος), ο (AM) όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος μσν. (για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς») αρχ. 1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό 2. ο τρεφόμενος με… …   Dictionary of Greek

  • δοκιμαστής — ο (AM δοκιμαστής) [δοκιμάζω] αυτός που δοκιμάζει, ελέγχει, εξετάζει νεοελλ. 1. αυτός που γεύεται μικρή ποσότητα ποτών ή τροφίμων για να ελέγξει την ποιότητα 2. κολιμπρί τής τροπικής Αμερικής τής οικογένειας τών τροχιλιδών μσν. αυτός στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • προτένθης — ὁ, ἡ, Α 1. στον πληθ. οἱ, αἱ προτένθαι α) αυτοί που γιόρτασαν τη γιορτή τής Δορπίας β) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα προτού αυτά μεταφερθούν στην αγορά και τά πουλούσαν σε ανώτερη τιμή, οι μεταπωλητές 2. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”